συνίστωρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνίστωρ < συν- + ιστορώ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνίστωρ αρσενικό / συνίστορας

  1. αυτός που είναι μάρτυρας, παρών σε μια πράξη
  2. αυτός που γνωρίζει, όπως και άλλοι