συναβλαστέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συναβλαστέω - συναβλαστῶ (συνηρημένο)
- δεν βγάζω βλαστούς μαζί με άλλα, ή με κάποιο αίτιο
συναβλαστέω - συναβλαστῶ (συνηρημένο)