συνδυάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

συνδυάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος συνδυάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος συνδυάζω
  3. θα συνδυάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος συνδυάζω