συννόμως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συννόμως (ελληνιστική κοινή) < σύννομος (αρχαία σημασία: που βόσκει μαζί) + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
συννόμως
- σύννομα, όπως ορίζει ο νόμως
Πηγές[επεξεργασία]
- σύννομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.