συρίττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

συρίττω

  • παράγω συριγμό, εκφέρω συριστικό ήχο
    για αναπνευστικό πρόβλημα, ήχο σύριγγας ή άλλου πνευστού, ήχο φιδιού, υψίσυχνο ήχο (όχι στιγμιαίο)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]