συρίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συρίζω (ηχομιμητικό)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /siˈɾi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐ρί‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

συρίζω, αόρ.: σύρισα, συνήθως σε ενεστώτα και παρατατικό[1] (χωρίς παθητική φωνή)

  1. σφυρίζω
  2. παράγω οξύ συριστικό ήχο

Κλίση[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ο αόριστος σύρισα @books.google 2019.03.22.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική συρίζω (ηχομιμητικό)

Ρήμα[επεξεργασία]

συρίζω


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρίζω < συρίγγ-jω < σῦριγξ

Ρήμα[επεξεργασία]

συρίζω

  1. παίζω αυλό
  2. σφυρίζω
    1. αποδοκιμάζω με σφυρίγματα

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]