sibilate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

sibilate (en)

  • συρίζω (όχι σφυρίζω), εκφέρω συριστικό ήχο (σαν σίγμα ή υψίσυχνο θόρυβο)