συχνορωτάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συχνορωτάω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

συχνορωτάω

  • υπαβάλλω ερωτήσεις για ένα ή πολλά θέματα που με ενδιαφέρουν επανειλημμένως

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]