σφαιρική εκτροπή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
σφαιρική εκτροπή θηλυκό
- (φυσική): η παρατηρούμενη εκτροπή ακτίνων δέσμης που προσπίπτει σε σφαιρικό κάτοπτρο ή φακό.
- η σφαιρική εκτροπή διορθώνεται κυρίως με παραβολικό κάτοπτρο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφαιρική εκτροπή
|