σφυγμομετρήσουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σφυγμομετρήσουν
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σφυγμομετρώ
- θα σφυγμομετρήσουν: γ' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σφυγμομετρώ