σφυγμομετρώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]σφυγμομετρώ
- μετρώ τους σφυγμούς κάποιου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- (μεταφορικά) διερευνώ τις τάσεις και τις απόψεις της κοινωνίας μέσω δημοσκόπησης