σωθείτε
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
σωθείτε
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος σώζομαι
- θα σωθείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος σώζομαι
- β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος σώζομαι