σωφρονίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]σωφρονίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος σωφρονίζω
Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σωφρονίζομαι | σωφρονιζόμουν(α) | θα σωφρονίζομαι | να σωφρονίζομαι | ||
β' ενικ. | σωφρονίζεσαι | σωφρονιζόσουν(α) | θα σωφρονίζεσαι | να σωφρονίζεσαι | (σωφρονίζου) | |
γ' ενικ. | σωφρονίζεται | σωφρονιζόταν(ε) | θα σωφρονίζεται | να σωφρονίζεται | ||
α' πληθ. | σωφρονιζόμαστε | σωφρονιζόμαστε σωφρονιζόμασταν |
θα σωφρονιζόμαστε | να σωφρονιζόμαστε | ||
β' πληθ. | σωφρονίζεστε | σωφρονιζόσαστε σωφρονιζόσασταν |
θα σωφρονίζεστε | να σωφρονίζεστε | (σωφρονίζεστε) | |
γ' πληθ. | σωφρονίζονται | σωφρονίζονταν σωφρονιζόντουσαν |
θα σωφρονίζονται | να σωφρονίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σωφρονίστηκα | θα σωφρονιστώ | να σωφρονιστώ | σωφρονιστεί | ||
β' ενικ. | σωφρονίστηκες | θα σωφρονιστείς | να σωφρονιστείς | σωφρονίσου | ||
γ' ενικ. | σωφρονίστηκε | θα σωφρονιστεί | να σωφρονιστεί | |||
α' πληθ. | σωφρονιστήκαμε | θα σωφρονιστούμε | να σωφρονιστούμε | |||
β' πληθ. | σωφρονιστήκατε | θα σωφρονιστείτε | να σωφρονιστείτε | σωφρονιστείτε | ||
γ' πληθ. | σωφρονίστηκαν σωφρονιστήκαν(ε) |
θα σωφρονιστούν(ε) | να σωφρονιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω σωφρονιστεί | είχα σωφρονιστεί | θα έχω σωφρονιστεί | να έχω σωφρονιστεί | σωφρονισμένος | |
β' ενικ. | έχεις σωφρονιστεί | είχες σωφρονιστεί | θα έχεις σωφρονιστεί | να έχεις σωφρονιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει σωφρονιστεί | είχε σωφρονιστεί | θα έχει σωφρονιστεί | να έχει σωφρονιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε σωφρονιστεί | είχαμε σωφρονιστεί | θα έχουμε σωφρονιστεί | να έχουμε σωφρονιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε σωφρονιστεί | είχατε σωφρονιστεί | θα έχετε σωφρονιστεί | να έχετε σωφρονιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν σωφρονιστεί | είχαν σωφρονιστεί | θα έχουν σωφρονιστεί | να έχουν σωφρονιστεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σωφρονίζομαι
|