σόγκουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σόγκουν < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σόγκουν αρσενικό άκλιτο

  • τίτλος που είχε ο ανώτερος στρατιωτικός ηγέτης κατά τον Ιαπωνικό μεσαίωνα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]