σύριγξ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σύριγξ θηλυκό
- άλλη γραφή του σῦριγξ (κυρίως μεταγενέστερη)
- παραδείγματα @scaife.perseus
Πηγές
[επεξεργασία]- σύριγξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.