τακάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τακάρω < τάκος
Ρήμα[επεξεργασία]
τακάρω
- τοποθετώ κάτι πάνω σε τάκους
- ισορροπώ, ή ακινητοποιώ κάτι με τάκους
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τακάρω
|