τακάρω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τακάρω < τάκος

Ρήμα[επεξεργασία]

τακάρω

  1. τοποθετώ κάτι πάνω σε τάκους
  2. ισορροπώ, ή ακινητοποιώ κάτι με τάκους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]