τακάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τακάρισμα < τακάρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τακάρισμα ουδέτερο
- (μηχανολογία): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τακάρω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τακάρισμα
|