ταμαχιάζω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ταμαχιάζω, πρτ.: ταμάχιαζα (χωρίς παθητική φωνή, χωρίς συνοπτικούς χρόνους)
- γίνομαι ταμάχι
Κλίση
[επεξεργασία]πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
---|---|---|---|---|---|---|
α' ενικ. | ταμαχιάζω | ταμάχιαζα | θα ταμαχιάζω | να ταμαχιάζω | ταμαχιάζοντας | |
β' ενικ. | ταμαχιάζεις | ταμάχιαζες | θα ταμαχιάζεις | να ταμαχιάζεις | ταμαχιάζε | |
γ' ενικ. | ταμαχιάζει | ταμάχιαζε | θα ταμαχιάζει | να ταμαχιάζει | ||
α' πληθ. | ταμαχιάζουμε | ταμαχιάζαμε | θα ταμαχιάζουμε | να ταμαχιάζουμε | ||
β' πληθ. | ταμαχιάζετε | ταμαχιάζατε | θα ταμαχιάζετε | να ταμαχιάζετε | ταμαχιάζετε | |
γ' πληθ. | ταμαχιάζουν(ε) | ταμάχιαζαν ταμαχιάζαν(ε) |
θα ταμαχιάζουν(ε) | να ταμαχιάζουν(ε) |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταμαχιάζω
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)