ταχτήκαμε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ταχτήκαμε

  1. α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος τάζομαι
  2. α' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος τάσσομαι