ταχτείτε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ταχτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάζομαι
  2. θα ταχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάζομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τάζομαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

ταχτείτε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τάσσομαι
  2. θα ταχτείτε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τάσσομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος τάσσομαι