τεμπηχιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεμπηχιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
τεμπηχιάζω
- επαναλαμβάνω κάτι με αυστηρό ύφος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τεμπηχιάζω
|