τηλίκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τηλίκος < ἧλιξ

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

τηλίκος

  1. (δεικτική) τόσο μεγάλος
  2. (δεικτική) τέτοιας ηλικίας

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]