τουφεκίσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τουφεκίσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τουφεκίζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουφεκίζω
  3. θα τουφεκίσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουφεκίζω