τουφεκίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τουφεκίζω < τουφέκ(ι) + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τουφεκίζω (παθητική φωνή: τουφεκίζομαι)

  1. πυροβολώ
  2. σκοτώνω χρησιμοποιώντας τουφέκι

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]