τουφεκίσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τουφεκίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τουφεκίζω
  2. θα τουφεκίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τουφεκίζω