το παραξηλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

το παραξηλώνω < λείπει η ετυμολογία

Έκφραση[επεξεργασία]

το παραξηλώνω

  1. υπερβαίνω τα όρια, το παρακάνω
    κάτσε φρόνιμα γιατί το 'χεις παραξηλώσει και θα φας ξύλο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]