τρίξει
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
τρίξει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος τρίζω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρίζω
- θα τρίξει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρίζω