τριηραρχέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τριηραρχέω < τριήραρχος + -έω (παρασύνθετο)
Ρήμα[επεξεργασία]
τριηραρχέω
- τριηραρχώ, κυβερνώ τριήρη, αλλά και πληρώνω για τη ναυπήγηση, την κατασκευή της, χορηγώ στο δημόσιο τα αναγκαία χρήματα για την κατασκευή πολεμικού πλοίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συντριηραρχώ (χορηγώ μαζί με κάποιον τα χρήματα για τη ναυπήγηση τριήρεως)