τροχοποιός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Τροχοποιοί ποιούν τροχό άμαξας.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τροχοποιός < τροχός + -οποιός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τροχοποιός αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]