τρυφερότητες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τρυφερότητες < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τρυφερότητες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τρυφερότητες
|