τσίκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσίκο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο
- ο μικρός, ο νεαρός, το πιτσιρίκι
- οι μικρής ηλικίας ποδοσφαιριστές μιας ομάδας, οι οποίοι ανήκουν στο παιδικό και σπανιότερα στο εφηβικό της τμήμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσίκο
|