τσίκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσίκο < ισπανική chico

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσίκο ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό, άκλιτο

  • ο μικρός, ο νεαρός, το πιτσιρίκι
  • οι μικρής ηλικίας ποδοσφαιριστές μιας ομάδας, οι οποίοι ανήκουν στο παιδικό και σπανιότερα στο εφηβικό της τμήμα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]