τσαλαβούτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσαλαβούτι (el) ουδέτερο

  1. κολυμπώ παιδιάστικα πιτσιλώντας
  2. (ανεπίσημο) νερουλή ή υπερβολικά πολύ σάλτσα-σως