τσιγαρόβηχας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσιγαρόβηχας αρσενικό
- (οικείο) βήχας που θεωρητικά προέρχεται από το κάπνισμα
- Ο «βήχας του καπνιστή» ή «τσιγαρόβηχας» δεν αποτελεί ιατρικό όρο, αποτελεί όμως ενοχλητικό σύμπτωμα, και μπορεί να κρύβει περισσότερο σοβαρά και επικίνδυνα υποκείμενα νοσήματα.[1]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσιγαρόβηχας
|