τσούα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσούα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσούα αρσενικό, (θηλυκό τσούισσα)
- (δέντρο) δρυς του γένους Quercus aegilops
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- τσούα - σελ.281.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens