τσυρ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσυρ < κυρ < κύριος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσυρ αρσενικό άκλιτο

  • (ιδιωματικό) ο κυρ (κύριος)
  • ※  O τσυρ Bοριάς παράντζειλε όλων των καραβιούνε: – Kαράβια π’ αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε, εμπάτε στα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξου, ν’ ασπρίσου κάμπους και βουνά, βρυσούλες να παγώσου, κι όσα βρω μεσοπέλαγα, στεριάς θε να τα ρίξου. (@greek-language.gr)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]