υμνήσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υμνήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υμνώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υμνώ
  3. θα υμνήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υμνώ