υπαγορεύσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

υπαγορεύσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπαγορεύω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπαγορεύω
  3. θα υπαγορεύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπαγορεύω