υπεισέλθετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υπεισέλθετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπεισέρχομαι
  2. θα υπεισέλθετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπεισέρχομαι
  3. β' πληθυντικό προστακτικής αορίστου του ρήματος υπεισέρχομαι