υπερκαλυφθεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υπερκαλυφθεί
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερκαλύπτομαι
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερκαλύπτομαι
- θα υπερκαλυφθεί: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερκαλύπτομαι