υπερωριμάσει

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υπερωριμάσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος υπερωριμάζω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερωριμάζω
  3. θα υπερωριμάσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερωριμάζω