υπερωριμάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπερωριμάζω < υπερ- + ωριμάζω

υπερωριμάζω

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]