υπερωριμάσετε

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

υπερωριμάσετε

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' πληθυντικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υπερωριμάζω
  2. θα υπερωριμάσετε: β' πληθυντικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υπερωριμάζω