υποεκτιμώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υποεκτιμώ < υπο- + εκτιμώ

Ρήμα[επεξεργασία]

υποεκτιμώ

  • εκτιμώ κάποιον λιγότερο απ’ όσο πρέπει

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]