υποσκάπτομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
υποσκάπτομαι
- παθητική φωνή του ρήματος υποσκάπτω
Κλίση[επεξεργασία]
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | υποσκάπτομαι | υποσκαπτόμουν(α) | θα υποσκάπτομαι | να υποσκάπτομαι | ||
β' ενικ. | υποσκάπτεσαι | υποσκαπτόσουν(α) | θα υποσκάπτεσαι | να υποσκάπτεσαι | (υποσκάπτου) | |
γ' ενικ. | υποσκάπτεται | υποσκαπτόταν(ε) | θα υποσκάπτεται | να υποσκάπτεται | ||
α' πληθ. | υποσκαπτόμαστε | υποσκαπτόμαστε υποσκαπτόμασταν |
θα υποσκαπτόμαστε | να υποσκαπτόμαστε | ||
β' πληθ. | υποσκάπτεστε | υποσκαπτόσαστε υποσκαπτόσασταν |
θα υποσκάπτεστε | να υποσκάπτεστε | (υποσκάπτεστε) | |
γ' πληθ. | υποσκάπτονται | υποσκάπτονταν υποσκαπτόντουσαν |
θα υποσκάπτονται | να υποσκάπτονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | υποσκάφτηκα | θα υποσκαφτώ | να υποσκαφτώ | υποσκαφτεί | ||
β' ενικ. | υποσκάφτηκες | θα υποσκαφτείς | να υποσκαφτείς | υποσκάψου | ||
γ' ενικ. | υποσκάφτηκε | θα υποσκαφτεί | να υποσκαφτεί | |||
α' πληθ. | υποσκαφτήκαμε | θα υποσκαφτούμε | να υποσκαφτούμε | |||
β' πληθ. | υποσκαφτήκατε | θα υποσκαφτείτε | να υποσκαφτείτε | υποσκαφτείτε | ||
γ' πληθ. | υποσκάφτηκαν υποσκαφτήκαν(ε) |
θα υποσκαφτούν(ε) | να υποσκαφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω υποσκαφτεί | είχα υποσκαφτεί | θα έχω υποσκαφτεί | να έχω υποσκαφτεί | υποσκαμμένος | |
β' ενικ. | έχεις υποσκαφτεί | είχες υποσκαφτεί | θα έχεις υποσκαφτεί | να έχεις υποσκαφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει υποσκαφτεί | είχε υποσκαφτεί | θα έχει υποσκαφτεί | να έχει υποσκαφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε υποσκαφτεί | είχαμε υποσκαφτεί | θα έχουμε υποσκαφτεί | να έχουμε υποσκαφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε υποσκαφτεί | είχατε υποσκαφτεί | θα έχετε υποσκαφτεί | να έχετε υποσκαφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν υποσκαφτεί | είχαν υποσκαφτεί | θα έχουν υποσκαφτεί | να έχουν υποσκαφτεί |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποσκάπτομαι
|