υποστασιοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποστασιοποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]υποστασιοποιώ
- δίνω σάρκα και οστά σε κάτι άυλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποστασιοποιώ
|