υποστασιοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποστασιοποιώ < λείπει η ετυμολογία

υποστασιοποιώ

  • δίνω σάρκα και οστά σε κάτι άυλο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]