υπόστροφος πυρετός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπόστροφος πυρετός: < → δείτε τις λέξεις υπόστροφος και πυρετός
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
υπόστροφος πυρετός αρσενικό
- (ιατρική): γενικός χαρακτηρισμός περιοδικού πυρετού, δηλαδή που εμφανίζεται με πυρετικά κύματα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπόστροφος πυρετός
|