υψιτενώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υψιτενώς < υψιτενής + -ώς < ελληνιστική κοινή ὑψιτενής
Επίρρημα[επεξεργασία]
υψιτενώς
- (αρχαιοπρεπές) με υψιτενή τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υψιτενώς
|