Μετάβαση στο περιεχόμενο

υψούν

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: ὑψοῦν

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υψούν < αρχαία ελληνική ὑψοῦν, ουδέτερο του ὑψῶν, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ὑψόω / ὑψῶ

Κλιτικός τύπος μετοχής

[επεξεργασία]

υψούν

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • υψούν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)