φάσγανον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φάσγανον ουδέτερο

φάσγανον ἄμφηκες - δίκοπο σπαθί (Ιλιάδα, Κ 256)