φαγωθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φαγωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος τρώγομαι
  2. θα φαγωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος τρώγομαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

φαγωθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος φαγώνομαι
  2. θα φαγωθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος φαγώνομαι